συμπεθεριό

συμπεθεριό
το, τ. πληθ. και συμπεθέρια, Ν [συμπέθερος]
1. η συμπεθεριά
2. συνεκδ. οι συμπέθεροι ως σύνολο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπεθεριά — συμπεθεριά, η και συμπεθεριό, το 1. σύναψη συγγενικών σχέσεων «εξ επιγαμίας». 2. το σύνολο των συμπεθέρων: Τους επισκέφθηκε το συμπεθεριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… …   Dictionary of Greek

  • οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεία — η συγγένεια που δημιουργήθηκε από γάμο, από συμπεθεριό: Είναι συγγενείς από αγχιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”